Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνώμη η [γnómi] Ο30 : η άποψη, η αντίληψη που έχει διαμορφώσει κάποιος σχετικά με ένα θέμα, αυτό που νομίζει κάποιος ότι είναι σωστό, ότι ισχύει: Tι ~ έχεις για τα νέα φορολογικά μέτρα; Ποια είναι η ~ σου για
Έχω τη ~ / η ~ μου είναι ότι
Γι΄ αυτό το θέμα δεν μπορώ να έχω ~, δεν είμαι ο ειδικός, ο κατάλληλος. Θα ακούσω και άλλες γνώμες / και τις γνώμες των άλλων. Έχω το θάρρος της γνώμης μου, εκφράζω θαρραλέα και χωρίς δισταγμούς τις απόψεις μου για κτ., έστω και αν θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Kατά τη ~ μου
Άλλαξα ~. Έχω αντίθετη ~. Πρέπει να υπάρχει ελευθερία γνώμης. Εκφέρω / εκφράζω τη ~ μου. Δεν έχω καλή ~ γι΄ αυτόν. ΠAΡ Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη ~ άλλαξε ούτε την κεφαλή του. || Εφημερίδα γνώμης, σε αντίθεση με την απλή ειδησεογραφική, η εφημερίδα που σχολιάζει και προβάλλει ορισμένες απόψεις. Mε τη σύμφωνη ~ του
, με συμφωνία. (έκφρ.) είμαι της γνώμης, νομίζω. κοινή ~: α. οι απόψεις που αποδέχεται η κοινωνία ως σύνολο: Ο τύπος διαμορφώνει σε μεγάλο ποσοστό την κοινή ~. β. ο κόσμος, η κοινωνία ως σύνολο: Ο υπουργός προσπάθησε να καθησυχάσει την κοινή ~.
[αρχ. γνώμη]