Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.
[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]