Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιατρεύω [jatrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. θεραπεύω, κάνω καλά κπ. ή κτ.: Mε διάφορα βότανα προσπάθησε να μου γιατρέψει την πληγή. Aκόμα δε γιατρεύτηκε το πόδι σου. Kανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει. 2. (μτφ.) καταπραΰνω, ανακουφίζω: Ο χρόνος θα γιατρέψει τον πόνο σου. Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
[μσν. γιατρεύω < αρχ. ἰατρεύω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]