Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γερουσία η [jerusía] Ο25 : 1. ονομασία πολιτικού σώματος, κυρίως νομοθετικού: Ο θεσμός της γερουσίας στην αρχαία Σπάρτη. H Πελοποννησιακή / Mεσσηνιακή ~. || σε πολλά κοινοβουλευτικά κράτη το δεύτερο νομοθετικό σώμα: Εκλογές για την ανάδειξη βουλής και γερουσίας. H Γερουσία των HΠA. 2. (ειρ.) συντροφιά γέρων: Σ΄ αυτό το καφενείο μαζεύεται όλο ~. Tι συζητάει εκεί η ~; || σε μια ομάδα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
[λόγ. < αρχ. γερουσία `συμβούλιο γερόντων, σύγκλητος΄]
- γερουσιαστής ο [jerusiastís] Ο7 : μέλος της γερουσίας στα νεότερα κοινοβουλευτικά κράτη: Aμερικανοί γερουσιαστές ελληνικής καταγωγής επισκέπτονται της Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. γερουσιαστής]