Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρόμιο το [vrómio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο με δυσάρεστη οσμή.
[λόγ. < γαλλ. brom -ιον < αρχ. βρῶμος `βρόμα΄]
- βρόμιος -α -ο [vrómnos] Ε4 : (οικ.) που αναδίδει δυσάρεστη οσμή λόγω αποσύνθεσης: Bρόμια ψάρια / κρέατα.
[μσν. βρόμιος < βρόμ(α) -ιος]
- βρομιούχος -α -ο [vromiúxos] Ε4 : που περιέχει βρόμιο: Bρομιούχο νάτριο / κάλιο. Bρομιούχα άλατα.
[λόγ. βρόμι(ον) + -ούχος]