Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχύς -εία -ύ [vraxís] Ε7α : 1. (γραμμ.) βραχύχρονος: Bραχύ φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα. Tο ε και το ο ήταν τα κύρια βραχέα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Bραχεία συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. 2. που έχει μικρή χρονική διάρκεια· σύντομος: ~ βίος. Bραχεία διάρκεια. (έκφρ.) διά βραχέων, με λίγα λόγια. 3α. (λόγ.) μικρός ως προς το μήκος ή το ύψος· κοντός. ΦΡ με βραχεία κεφαλή*. β. (φυσ.) βραχέα κύματα και ως ουσ. τα βραχέα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.
[λόγ. < αρχ. βραχύς]
- βραχύσωμος -η -ο [vraxísomos] Ε5 : που έχει μικρό σώμα.
[λόγ. βραχυ- + σώμ(α) -ος]