Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούλα η [vúla] Ο25 : 1. κηλίδα, σημάδι κυκλικού σχήματος: Aγόρασα ένα κόκκινο φουστάνι με άσπρες βούλες. Άσπρο σκυλί με μαύρες βούλες. 2. λακκάκι που σχηματίζεται στο μάγουλο όταν κάποιος γελάει ή χαμογελάει. 3. (παρωχ.) α. η σφραγίδα και το σχήμα που αυτή αποτυπώνει: Πάνω στο έγγραφο υπάρχει η παπική ~. β. επίσημο έγγραφο (με τη σφραγίδα αυτού που το εκδίδει ή το χορηγεί): Bασιλική / αυτοκρατορική ~. ΦΡ με τη ~: α. για κτ. που έχει επίσημη έγκριση, αναγνώριση. β. για καρπούζι από το οποίο κόβεται ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι για δοκιμή, προκειμένου να διαπιστώσει ο αγοραστής την ποιότητά του.
[ελνστ. βούλλα < υστλατ. bulla `σφραγίδα΄ (ορθογρ. απλοπ.)]