Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- βοήθημα το [voíθima] Ο49 : 1. ό,τι παρέχεται (κυρ. σε χρήμα ή σε είδος) ως βοήθεια σε άτομα ή σε ομάδες που έχουν ανάγκη: Ο δήμος θα μοιράσει βοηθήματα σε άπορες οικογένειες. Δε δικαιούται σύνταξη, παίρνει μόνο ένα μικρό ~. 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος πληροφορίες και υλικό, για να το χρησιμοποιήσει για συγγραφή ή μελέτη: Tο βιβλίο που κυκλοφόρησε, αποτελεί ένα πολύτιμο ~ για τους μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και άλλα βοηθήματα.
[λόγ. < ελνστ. βοήθημα, αρχ. σημ.: `υποστήριξη΄]
- βοηθηματούχος ο [voiθimatúxos] Ο18 : αυτός που δικαιούται, που παίρνει κάποιο βοήθημα, ιδίως χρηματικό: Οι βοηθηματούχοι του δημοσίου / του IKA.
[λόγ. βοηθηματ- (βοήθημα) + -ούχος]