Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλασφημώ
1 εγγραφή
βλασφημώ [vlasfimó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) βλαστημώ.

[λόγ. < ελνστ. βλασφημῶ (δες στο βλαστημώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες