Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλαμμένος -η -ο [vlaménos] Ε3 : που έχει διαταραχτεί η ψυχική και διανοητική του ισορροπία, ανισόρροπος: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, είναι ~. || (ως ουσ., μειωτ., υβρ.): Όλοι οι βλαμμένοι εδώ μαζεύτηκαν.
[μσν. βλαμμένος < μππ. βεβλαμμένος του αρχ. ρ. βλάπτω με παράλειψη του αναδιπλ. για σαφέστερο συσχετισμό προς το ρ. βλάπτω]