Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλαβερός -ή -ό [vlaverós] Ε1 : που επιφέρει βλάβη· επιβλαβής. ANT ωφέ λιμος: Bλαβερά φαγητά / έντομα. Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος / του αλκοόλ.
βλαβερά ΕΠIΡΡ. [αρχ. βλαβερός]