Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βλέμμα το [vléma] Ο48 : 1. η στροφή των ματιών προς την κατεύθυνση ή το αντικείμενο που θέλουμε να δούμε· ματιά: Σηκώνω / χαμηλώνω / στρέφω το ~. Mια φωτεινή επιγραφή τράβηξε το ~ μου. Προσήλωσε το ~ της σ΄ ένα σημείο και αφαιρέθηκε τελείως. ΦΡ καρφώνω* κάπου το ~ μου. καρφώνω* κπ. με το ~ μου. ρίχνω* ένα ~. 2. η έκφραση των ματιών σε συγκεκριμένες στιγμές: Aνήσυχο / διαπεραστικό / επίμονο / βλοσυρό / άγριο / παγερό / τρυφερό / έξυπνο / βλακώδες / απλανές / ύπουλο ~.
[λόγ. < αρχ. βλέμμα]