Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαλανίδι το [valaníδi] & βελανίδι το [velaníδi] Ο44 : ο καρπός της βαλανιδιάς.
[ελνστ. *βαλανίδι(ον) υποκορ. του αρχ. βάλανος (διαφ. το ελνστ. βαλανίδιον `μικρό λουτρό΄)· μσν. *βελανίδι(ον) (πρβ. μσν. βελάνι) < *βαλανίδιον [a > e] (;)]
- βαλανιδιά η [valaniδjá] & βελανιδιά η [velaniδjá] Ο24 : δέντρο συνήθ. μεγάλο που φυτρώνει κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο και που το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και γενικότερα σε ξυλοκατασκευές· (πρβ. δρυς).
[βαλανίδ(ι), βελανίδ(ι) -ιά]