Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βεβιασμένος -η -ο [veviazménos] Ε3 : που γίνεται κάτω από πίεση, κυρίως χρονική, και γι΄ αυτό παρουσιάζει ατέλειες ή κενά: Bεβιασμένη ενέργεια / απάντηση || Bεβιασμένο γέλιο / χαμόγελο, αφύσικο και άκεφο, υποκριτικό.
βεβιασμένα ΕΠIΡΡ: Γέλασε / έδρασε ~. [λόγ. μππ. του ρ. βιάζομαι, με βάση το ελνστ. επίρρ. βεβιασμένως `με εξαναγκασμό΄]