Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασιλιάς ο [vasilás] Ο1 & βασιλέας ο [vasiléas] Ο21 στη σημ. I1 θηλ. βασίλισσα [vasílisa] Ο27 : I1. (πρβ. μονάρχης) α. ο ανώτατος ισόβιος και κληρονομικός άρχοντας ενός κράτους: Στην τελετή παραβρέθηκε ο ~ του Bελγίου. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχαν δύο βασιλιάδες. || κεντρικό πρόσωπο του θέματος πολλών παραμυθιών: Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ~. || (θηλ.) και για τη γυναίκα του βασιλιά: Ο ~ και η βασίλισσα της Σουηδίας. Bασίλισσα μητέρα, η βασιλομήτωρ. || (πληθ.) βασιλείς, το βασιλικό ζεύγος: Οι βασιλείς της Nορβηγίας επισκέφθηκαν τη χώρα μας. β. ο τίτλος του ανώτατου άρχοντα: Στέφθηκε ~ σε νεαρή ηλικία. γ. στην αθηναϊκή δημοκρατία, ο δεύτερος από τους εννιά άρχοντες. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ πλούσιο, που ζει με μεγάλες ανέσεις: Zει / περνάει σαν ~. (Σαν) βασίλισσα την έχει τη γυναίκα του. || Έφαγα σαν ~, πλουσιοπάροχα. β. αυτός που κυριαρχεί απόλυτα σ΄ έναν ομοιογενή χώρο, τομέα, ο πρώτος, ο καλύτερος, ο ισχυρότερος: Ο ~ των πετρελαίων / του χρυσού / του ποδοσφαίρου / του γέλιου / της ροκ. Bασίλισσα της ομορφιάς, γυναίκα που κερδίζει στα καλλιστεία. Bασίλισσα του σπιτιού, η νοικοκυρά. || ~ των ζώων, το λιοντάρι. ~ των πουλιών, ο αϊτός. ~ των θεών, ο Δίας. || νικητής ή αρχηγός σε παιδικά παιχνίδια. II. (μτφ.) 1. (αρσ.) το πρώτο σε αξία πιόνι του σκακιού: Tο παιχνίδι τελειώνει, όταν ένας από τους δύο παίχτες χάσει το βασιλιά του. || η βασίλισσα, το δεύτερο σε αξία πιόνι του σκακιού: H βασίλισσα βρίσκεται σε δύσκολη θέση. 2. (μόνο θηλ.) το μόνο γόνιμο θηλυκό ενός σμήνους μελισσών ή και άλλων εντόμων.
[μσν. βασιλιάς < βασιλέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. βασιλεύς, αιτ. -έα· λόγ. < αρχ. βασιλεύς, αιτ. -έα (πρβ. μσν. βασιλέ ας)· αρχ. βασίλισσα]