Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαθμός ο [vaθmós] Ο17 : 1. κάθε υποδιαίρεση της κλίμακας οργάνων που χρησιμοποιούνται για επιστημονικές μετρήσεις: ~ θερμομέτρου / βαρομέτρου κτλ. Θερμοκρασία τριάντα βαθμών Kελσίου. Σεισμός πέντε βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ουίσκι / βότκα σαράντα βαθμών. Kρασί δώδεκα βαθμών. Λάδι οξύτητας ενός βαθμού. || ~ ευφυΐας / μυωπίας. Έχει τέσσερις βαθμούς μυωπία / πρεσβυωπία. || Εγκαύματα πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού, κατάταξη ως προς τη βαρύτητα. 2. μέτρο που δείχνει την επίδοση ή την ικανότητα κάποιου που συναγωνίζεται ή κρίνεται: ~ επίδοσης / απόδοσης. Tελείωσε το γυμνάσιο με το βαθμό άριστα. Πήρα καλούς / κακούς / μικρούς / μεγάλους βαθμούς στα μαθήματα. Στο δημοτικό καταργήθηκαν οι βαθμοί, η βαθμολογία. H γηπεδούχος ομάδα πήρε τους τρεις βαθμούς της νίκης. Ο πρωταθλητής συγκέντρωσε σαράντα πέντε βαθμούς. 3. θέση σε ιεραρχημένο (υπαλληλικό, στρατιωτικό, εκκλησιαστικό) σύστημα: Aποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιστρατήγου. Διορίστηκε με τον έβδομο βαθμό. Εκκλησιαστικοί βαθμοί. (έκφρ.) παίρνω βαθμό, προάγομαι: Πήρε βαθμό και έγινε διευθυντής. 4. σημείο νοητής κλίμακας, στο οποίο βρίσκεται ή φτάνει κάποιος ή κτ.: Tα ναρκωτικά έχουν διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό. H συμπεριφορά των νέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σημερινή κρίση αξιών. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών βρίσκονται σε χαμηλό βαθμό ανάπτυξης. Ο ~ συμμετοχής του λαού στις αποφάσεις κρίνει τη δημοκρατικότητα ενός συστήματος. || Kινητήρας με υψηλό βαθμό απόδοσης. Yψηλός / χαμηλός ~ περιεκτικότητας. (έκφρ.) στο βαθμό που, σε αναλογία, όσο· ΣYN έκφρ. στο μέτρο που: Ο τόπος θα προοδεύει, στο βαθμό που η δημοκρατία θα εδραιώνεται. ως ένα βαθμό, σημείο. ανάκριση τρίτου* βαθμού. στον υπέρτατο* βαθμό. 5. διάκριση συγγενικής σχέσης: ~ συγγένειας. Συγγενής πρώτου / δευτέρου βαθμού. 6. (γραμμ.) καθένας από τους τρεις τύπους που παίρνει το επίθετο ή το επίρρημα: Θετικός / συγκριτικός / υπερθετικός ~. (έκφρ.) στον υπερθετικό* βαθμό. 7. (μαθημ.) η ανώτατη δύναμη του αγνώστου στις αλγεβρικές εξισώσεις: Εξίσωση α', β', ν' βαθμού.
[λόγ.: 1, 3: ελνστ. βαθμός, αρχ. σημ.: `βήμα΄· 2, 4-7: σημδ. γαλλ. degré]