Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθμολογία
1 εγγραφή
βαθμολογία η [vaθmolojía] Ο25 : 1. βαθμός ή σύνολο βαθμών: Ο καθηγητής παρέδωσε τη ~ των μαθητών. Στον έλεγχο είχα καλή ~. 2. βαθμός ή σύνολο βαθμών που αξιολογούν ή κατατάσσουν μια επίδοση με βάση ορισμένα κριτήρια: Ο αθλητής πέτυχε μια καλή ~. H εθνική μας ομάδα πέρασε στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας. 3. βαθμολόγηση: H ~ των γραπτών είναι κουραστική.

[λόγ. βαθμολογ(ώ) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες