Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάπτισμα το [váptizma] & βάφτισμα το [váftizma] Ο49 : μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας, κατά το οποίο, αυτός που βαφτίζεται, βυθίζεται σε αγιασμένο νερό (ή, σε άλλα δόγματα, ραντίζεται με αυτό), απαλλάσσεται από το προπατορικό αμάρτημα και γίνεται χριστιανός: Aπό τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το ~ καθιερώθηκε κατά την παιδική ηλικία. ΦΡ παίρνω το ~ (με ουσ. σε γεν.), δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πήρε το ~ της σκηνής, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο. παίρνω το ~ του πυρός, πηγαίνω για πρώτη φορά στον πόλεμο και με επέκταση δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πήρε το ~ του πυρός στις εκλογές, κατέβηκε για πρώτη φορά ως υποψήφιος.
[λόγ. < ελνστ. βάπτισμα· μσν. βάφτισμα < ελνστ. βάπτισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]