Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψιθιά η [apsiθxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αψινθιά.
[μσν. αψιθία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἀψινθία με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ]