Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψέντι το [apséndi] Ο44 : δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από τα φύλλα της αψινθιάς, έχει πράσινο χρώμα και ήταν συνηθισμένο κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα.
[αντδ. < γαλλ. absinth(e) -ι < λατ. absinthium < ελνστ. ἀψίνθιον (αρχ. ἄψινθος) ή < τουρκ. apsent -ι < αραβ. ή περσ. < ελνστ. ἄψινθος]