Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αφάνταστος
1 item total
αφάνταστος -η -ο [afándastos] Ε5 : που είναι τόσο μεγάλος, πολύς κτλ., ώστε δεν μπορεί να τον φανταστεί κάποιος, που ξεπερνά τα όρια και της πιο ζωηρής φαντασίας· απερίγραπτος, φοβερός: Aφάνταστη καταστροφή. ~ πόνος. || Είναι αφάνταστο πόσο υπέφερα. αφάνταστα ΕΠIΡΡ (συνήθ. ως επιτατικό επιθέτου που ακολουθεί): ~ μεγάλη καταστροφή.

[ελνστ. ἀφάνταστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go