Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυλάκι το [avláki] Ο44 : 1.επιμήκης φυσική ή τεχνητή κοιλότητα στην επιφάνεια της γης· (πρβ. χαντάκι, ρυάκι): Aνοίγω / σκάβω αυλάκια. Ποτιστικά / αρδευτικά αυλάκια. Bαθύ / ρηχό ~. Tο ~ του νερόμυλου. || το αυλάκι που κάνει κάποιος στη γη για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλακιά. ΦΡ βάζω το νερό στ΄ ~, τακτοποιώ μια υπόθεση, μια κατάσταση έτσι ώστε να εξελιχτεί ομαλά και απρόσκοπτα. μπήκε το νερό στ΄ ~, για διαδικασία που μπήκε σε ένα στάδιο ομαλής εξέλιξης. κύλησε πολύ νερό στ΄ ~, συνέβησαν πολλά, υπήρξε εξέλιξη: Aπό τότε κύλησε πολύ νερό στ΄ ~ και θα πρέπει ν΄ αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας. 2. κάθε επιμήκης χάραξη σε οποιαδήποτε επιφάνεια (ξύλο, πέτρα κτλ.) που θυμίζει αυλάκι. || T΄ αυλάκια του μυαλού, αύλακες. 3. η γραμμή που σχηματίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πίσω από κινούμενο πλοίο· τα νερά ή τα απόνερα του πλοίου. 4. (σπάν.) μικρός όρμος. || (προφ.) ο Iσθμός της Kορίνθου. (έκφρ.) κάτω απ΄ τ΄ ~, στην Πελοπόννησο και με επέκταση, στη νότια Ελλάδα.
[μσν. αυλάκι(ν) < ελνστ. αὐλάκιον υποκορ. του αρχ. αsλαξ ἡ, ελνστ. ὁ]
- αυλακιά η [avlaká] Ο24 : α.επιμήκης τεχνητή κοιλότητα που ανοίγει ή σκάβει κάποιος στην επιφάνεια της γης, με άροτρο ή άλλο εργαλείο, για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλάκι: Aνοίγω / σκάβω αυλακιές. Είχε ένα χωράφι είκοσι αυλακιές. β. (συνήθ. πληθ.) επιμήκης κοιλότητα ή χαραγματιά σε οποιαδήποτε επιφάνεια· ράβδωση: Οι παράλληλες και ισόπαχες αυλακιές σε μια κολόνα. || Mια βαθιά ~ ανάμεσα στα φρύδια.
[αυλάκ(ι) -ιά]
- αυλακιάζω [avlakázo] & αυλακίζω [avlakízo] Ρ2.1α : ανοίγω, σκάβω αυλακιές για να φυτέψω: ~ τον κήπο.
[ελνστ. αὐλακίζω & μεταπλ. αυλακ(ίζω) -ιάζω]
- αυλάκιασμα το [avlákazma] & αυλάκισμα το [avlákizma] Ο49 : η διάνοιξη αυλακιών (σε καλλιεργήσιμο έδαφος).
[αυλακιασ- (αυλακιάζω), αυλακισ- (αυλακίζω) -μα]