Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσίγγανος ο [atsíŋganos] Ο20 : τσιγγάνος.
ατσιγγανάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. Aτσίγγανος < ινδ. Atzigan (μέσω των τσιγγάνικων) -ος, (πρβ. παλ. ιταλ. Zingano, γερμ. Zigeuner, τουρκ. çingene)]