Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύνδετος -η -ο [asínδetos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν συνδέσει με κτ. άλλο, που δεν είναι συνδεδεμένος, συνήθ. για ηλεκτρική συσκευή που δεν την έχουν συνδέσει με το ηλεκτρικό ρεύμα: H κουζίνα δε λειτουργεί, γιατί είναι ακόμα ασύνδετη. 2α. (γραμμ.) Aσύνδετη σύνταξη. Aσύνδετο σχήμα και ως ουσ. το ασύνδετο, όταν παραθέτουμε όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις χωρίς να βάζουμε ανάμεσά τους συνδέσμους. β. που δε συνδέεται, δε συνδυάζεται λογικά με κτ. άλλο: Οι συναισθηματικά ουδέτερες παραστάσεις μένουν ασύνδετες και γρήγορα διαγράφονται από τη συνείδηση. || που δεν έχει λογικό ειρμό: Aσύνδετες σκέψεις / φράσεις.
ασύνδετα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2β: αρχ. ἀσύνδετος· 2α: ελνστ. σημ.]