Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύμφωνος -η -ο [asímfonos] Ε5 : που δε συμφωνεί, που δεν είναι σύμφωνος με κτ. άλλο, που είναι ανόμοιος ή διαφορετικός: Aσύμφωνες γνώμες. Aσύμφωνοι χαρακτήρες, αταίριαστοι.
ασύμφωνα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσύμφωνος]