Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασύμμετρος
1 item total
ασύμμετρος -η -ο [asímetros] Ε5 : που στερείται συμμετρίας, που δεν είναι συμμετρικός και με επέκταση που δεν είναι αρμονικός ή που είναι δυσανάλογος: Aσύμμετρη ανάπτυξη. || (αθλ.): Aσύμμετροι ζυγοί. Aσύμμετρο δίζυγο*. || (γεωλ.): Aσύμμετρη πτυχή. || (ηλεκτρολ.): Aσύμμετρο ηλεκτρικό στοιχείο. ~ αγωγός. || (βοτ.): Aσύμμετρο άνθος, που δεν έχει επίπεδο συμμετρίας. || (μαθημ.): ~ αριθμός, που έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία. ασύμμετρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύμμετρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go