Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύμμετρος -η -ο [asímetros] Ε5 : που στερείται συμμετρίας, που δεν είναι συμμετρικός και με επέκταση που δεν είναι αρμονικός ή που είναι δυσανάλογος: Aσύμμετρη ανάπτυξη. || (αθλ.): Aσύμμετροι ζυγοί. Aσύμμετρο δίζυγο*. || (γεωλ.): Aσύμμετρη πτυχή. || (ηλεκτρολ.): Aσύμμετρο ηλεκτρικό στοιχείο. ~ αγωγός. || (βοτ.): Aσύμμετρο άνθος, που δεν έχει επίπεδο συμμετρίας. || (μαθημ.): ~ αριθμός, που έχει άπειρα δεκαδικά ψηφία.
ασύμμετρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσύμμετρος]