Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυζήτητος
1 εγγραφή
ασυζήτητος -η -ο [asizítitos] Ε5 : 1.για τον οποίο δεν έχει προηγηθεί συζήτηση ή που δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης. ANT συζητημένος. 2. που δεν επιδέχεται συζήτηση. ANT συζητήσιμος. ασυζήτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. ασυζήτητος `αναντίρρητος΄ < α- 1 συζητη- (συζητώ) -τος & σημδ. γαλλ. indiscu table]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες