Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυζήτητος -η -ο [asizítitos] Ε5 : 1.για τον οποίο δεν έχει προηγηθεί συζήτηση ή που δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης. ANT συζητημένος. 2. που δεν επιδέχεται συζήτηση. ANT συζητήσιμος.
ασυζήτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ασυζήτητος `αναντίρρητος΄ < α- 1 συζητη- (συζητώ) -τος & σημδ. γαλλ. indiscu table]