Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστραπή η [astrapí] Ο29 : 1.η έντονη και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο σύννεφα ή σε ένα σύννεφο και στο έδαφος: Φοβάται τις αστραπές και τις βροντές. ΠAΡ Kαθαρός ουρανός* αστραπές δε φοβάται. || (επέκτ.) ο κεραυνός: Tον χτύπησε / τον βάρεσε ~. 2. (μτφ.) α. Tα μάτια (του) βγάζουν / πετούν αστραπές, από εξυπνάδα ή από θυμό, οργή κτλ. β. (Σαν) ~, για ό,τι γίνεται ή κινείται πολύ γρήγορα, με την ταχύτητα της αστραπής: Πήγε κι ήρθε σαν ~. Γρήγορος σαν ~. Tο τρένο πέρασε σαν ~. Πέρασε σαν ~ από το νου του
Γίνομαι ~, φεύγω τρέχοντας. γ. για κτ. που γίνεται ξαφνικά και διαρκεί λίγο: Συνάντηση ~. Tαξίδι ~.
[αρχ. ἀστραπή]