Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστοίβαχτος -η -ο [astívaxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν στοιβάξει, που δεν είναι στοιβαγμένος.
[α- 1 στοιβακ- (στοιβάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[α- 1 στοιβακ- (στοιβάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |