Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστικοποιώ [astikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.εντάσσω στην αστική τάξη κπ. που ανήκει συνήθ. στην αγροτική ή στην εργατική: Mε την αύξηση του εισοδήματος αστικοποιήθηκε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. β. αποδέχομαι τα αστικά ιδεώδη και τις αστικές συνήθειες. 2. δίνω σε μια περιοχή το χαρακτήρα αστικού κέντρου.
[λόγ. αστικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. urbaniser]