Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστεφάνωτος -η -ο [astefánotos] Ε5 : (οικ.) κυρίως για γυναίκα, η οποία αντιμετωπίζεται με κάποια κοινωνική ανυποληψία επειδή συζεί με κπ. χωρίς να τον έχει παντρευτεί: Zει αστεφάνωτη μαζί του τόσα χρόνια. Tην έχει αστεφάνωτη.
[ελνστ. ἀστεφάνωτος, αρχ. σημ.: `που δε φοράει (δάφνινο) στεφάνι σε ένδειξη τιμής΄]