Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεφάνωτος
1 εγγραφή
αστεφάνωτος -η -ο [astefánotos] Ε5 : (οικ.) κυρίως για γυναίκα, η οποία αντιμετωπίζεται με κάποια κοινωνική ανυποληψία επειδή συζεί με κπ. χωρίς να τον έχει παντρευτεί: Zει αστεφάνωτη μαζί του τόσα χρόνια. Tην έχει αστεφάνωτη.

[ελνστ. ἀστεφάνωτος, αρχ. σημ.: `που δε φοράει (δάφνινο) στεφάνι σε ένδειξη τιμής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες