Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστείρευτος
1 εγγραφή
αστείρευτος -η -ο [astíreftos] Ε5 : που δε στερεύει, συνήθ. με επέκταση και μτφ., ανεξάντλητος: Tα δάκρυά του ήταν αστείρευτα, άφθονα. H θάλασσα είναι μια αστείρευτη πηγή πλούτου. Ο δάσκαλός μου ήταν αστείρευτη πηγή σοφίας και γνώσεων. H φύση είναι αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για τον καλλιτέχνη. H αγάπη της μάνας είναι αστείρευτη. αστείρευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επίδρ. στο αστέρευτος κατά το στείρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες