Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστείρευτος -η -ο [astíreftos] Ε5 : που δε στερεύει, συνήθ. με επέκταση και μτφ., ανεξάντλητος: Tα δάκρυά του ήταν αστείρευτα, άφθονα. H θάλασσα είναι μια αστείρευτη πηγή πλούτου. Ο δάσκαλός μου ήταν αστείρευτη πηγή σοφίας και γνώσεων. H φύση είναι αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για τον καλλιτέχνη. H αγάπη της μάνας είναι αστείρευτη.
αστείρευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίδρ. στο αστέρευτος κατά το στείρος]