Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπρίλα η [aspríla] Ο25α : 1α.η ιδιότητα του άσπρου: Σε θαμπώνει η ~ του τοίχου. || το ξάσπρισμα: Tο μπλε πουκάμισο πήρε μια ~ από τον ήλιο. β. ωχρότητα του δέρματος. 2. άσπρο σημάδι: Tα δόντια μου έχουν κάτι ασπρίλες, ασπράδια.
[άσπρ(ος) -ίλα]