Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασθενοφόρο
1 item total
ασθενοφόρο το [asθenofóro] Ο39 : κατάλληλα εξοπλισμένο αυτοκίνητο που μεταφέρει ασθενείς στο νοσοκομείο· νοσοκομειακό: Kάλεσε αμέσως το ~. || (ως επίθ.): ~ αυτοκίνητο / ελικόπτερο / όχημα.

[λόγ. ασθεν(ής) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go