Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασθενικός -ή -ό [asθenikós] Ε1 : 1α.που έχει πολύ ευαίσθητη υγεία και μειωμένη αντοχή· φιλάσθενος: Aδύνατο και ασθενικό παιδί. || Έχει ασθενική καρδιά, αδύνατη. β. για κτ. που έχει μειωμένη ένταση, που χαρακτηρίζει έναν ασθενικό άνθρωπο: H φωνή του, πολύ ασθενική, σχεδόν δεν ακουγόταν, αδύναμη. 2. (για φυτό) που δεν έχει καλή ανάπτυξη: Ένα ασθενικό δεντράκι.
[λόγ. < αρχ. ἀσθενικός (στη σημ. 1β)]