Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασατίριστος
1 εγγραφή
ασατίριστος -η -ο [asatíristos] Ε5 : που δεν τον έχουν σατιρίσει: Δεν άφησε κανέναν ασατίριστο.

[λόγ. α- 1 σατιρισ- (σατιρίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες