Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιτέκτονας ο [ar
itéktonas] Ο5 θηλ. αρχιτέκτονας [ar itéktonas] & αρχιτεκτόνισσα [ar itektónisa] Ο27 : 1.διπλωματούχος μηχανικός που εκπονεί τα σχέδια κτιρίων ή άλλων κατασκευών. 2. (μτφ.) αυτός που συλλαμβάνει, προετοιμάζει και πραγματοποιεί ένα έργο, ο πρωτεργάτης: Ο Tσώρτσιλ θεωρείται ο ~ της νίκης των συμμάχων κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. || (χλευ.): Ο ~ της προδοσίας. [λόγ. < αρχ. ἀρχιτέκτων, αιτ. -ονα· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. αρχιτέκτον(ας) -ισσα]