Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχέτυπος -η -ο [arxétipos] Ε5 : 1.που τυπώθηκε σε αρχικό στάδιο, πρωτότυπος: Aρχέτυπα βιβλία, που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας. 2α. που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως υπόδειγμα. β. (ως ουσ.) το αρχέτυπο*.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχέτυπος `πλασμένος σαν υπόδειγμα΄ κατά τις σημ. της λ. αρχέτυπον]