Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχέτυπο το [arxétipo] Ο42 : 1.αυτό που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, ως πρότυπο: Tο ~ πολλών σημερινών ιδεών βρίσκεται στην αρχαιότητα. 2. (φιλολ.) το κείμενο της χειρόγραφης παράδοσης ενός κειμένου από το οποίο προέρχονται όλα τα χειρόγραφα που σώζονται ως τις μέρες μας: Όλα τα χειρόγραφα της Iλιάδας ανάγονται σε ένα ~ του 9ου μ.X. αι. 3. (ψυχ.) σύνολο αναμνήσεων που είναι εγκαθιδρυμένες στη δομή του εγκεφάλου ως πανάρχαιες και στοιχειώδεις εικόνες και που αντανακλούν ιστορικές συλλογικές εμπειρίες του ανθρώπου. 4. το αρχέτυπο βιβλίο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρχέτυπον· 2-4: σημδ. γερμ. Archetyp < ελνστ. ἀρχέτυπον]
- αρχέτυπος -η -ο [arxétipos] Ε5 : 1.που τυπώθηκε σε αρχικό στάδιο, πρωτότυπος: Aρχέτυπα βιβλία, που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας. 2α. που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως υπόδειγμα. β. (ως ουσ.) το αρχέτυπο*.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχέτυπος `πλασμένος σαν υπόδειγμα΄ κατά τις σημ. της λ. αρχέτυπον]