Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρυμοτόμητος -η -ο [arimotómitos] Ε5 : που δεν τον ρυμοτόμησαν, που δεν του χάραξαν δρόμους: Aρυμοτόμητα οικόπεδα.
[λόγ. α- 1 ρυμοτομη- (ρυμοτομώ) -τος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. α- 1 ρυμοτομη- (ρυμοτομώ) -τος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |