Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτοκλασία
1 item total
αρτοκλασία η [artoklasía] Ο25 : (εκκλ.) ακολουθία κατά την οποία ευλογούνται, τεμαχίζονται και μοιράζονται από τον ιερέα πέντε άρτοι.

[λόγ. < μσν. αρτοκλασία < αρτο- + αρχ. κλάσ(ις) `σπάσιμο΄ -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go