Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτιότητα
1 εγγραφή
αρτιότητα η [artiótita] Ο28 : η ιδιότητα του άρτιου, η πληρότητα: H ~ της οργάνωσης / του έργου / της μελέτης. H εργασία του διακρίνεται για την αρτιότητά της. Επιστημονική / καλλιτεχνική / τεχνική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες