Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρρύθμιστος -η -ο [aríθmistos] Ε5 : που δεν τον ρύθμισαν ή που δεν τον τακτοποίησαν. ANT ρυθμισμένος: Ο μηχανισμός / ο κινητήρας είναι ~. H διαφορά μεταξύ τους παρέμεινε αρρύθμιστη.
[λόγ. < αρχ. ἀρρύθμιστος `ανοργάνωτος΄]