Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρωστώ
1 εγγραφή
αρρωστώ [arostó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρρωστημένος* : (προφ.) αρρωσταίνω.

[αρχ. ἀρρωστῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες