Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρνησικυρία η [arnisikiría] Ο25 : (νομ.) 1. το νόμιμο δικαίωμα του αρχηγού κράτους να αρνείται την επικύρωση νόμου ή αποφάσεων της νομοθετικής εξουσίας: Aπόλυτη / ανασταλτική ή αναβλητική ~, που ματαιώνει / που αναβάλλει την επικύρωση. 2. το δικαίωμα κρατών που είναι μέλη διεθνών οργανισμών να αντιτάσσονται και να ματαιώνουν αποφάσεις της πλειοψηφίας, όταν δε συμφωνούν με αυτές· βέτο: Στο Συμβούλιο Aσφαλείας του ΟHΕ δικαίωμα αρνησικυρίας έχουν τα πέντε μόνιμα μέλη.
[λόγ. αρνησι- + κύρ(ος) -ία]