Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρνητής ο [arnitís] Ο7 θηλ. αρνήτρια [arnítria] Ο27 : αυτός που αρνείται κτ. από πεποίθηση ή από χαρακτήρα: ~ της θρησκείας / της πατρίδας / των αξιών. ~ των φίλων / της αγάπης / του έρωτα. Στη σημερινή εποχή πλήθυναν οι αρνητές των αξιών του παρελθόντος. ~ στράτευσης.
[ελνστ. ἀρνητής· λόγ. αρνη(τής) -τρια]