Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμόζω [armózo] Ρ2.1α μππ. αρμοσμένος στη σημ. 2 : 1.(συνήθ. στο γ' πρόσ.) είναι κατάλληλο, σύμφωνο, ταιριάζει: Δόθηκε η απάντηση που άρμοζε στην περίπτωση. Δε σου αρμόζουν αυτά τα λόγια. Δεν αρμόζει στη θέση σου να δείχνεις τέτοια συμπεριφορά. 2. προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι: Προσπάθησα να στήσω την ντουλάπα αλλά τα κομμάτια δεν αρμόζουν καλά. Mοντάρισα τη βιβλιοθήκη αλλά τα ράφια δεν αρμόζουν.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζω `συνταιριάζω΄]
- αρμόζων -ουσα -ον [armózon] Ε12 : (λόγ.) που αρμόζει, που ταιριάζει: Έδειξε τον αρμόζοντα σεβασμό. Πήρε την αρμόζουσα απάντηση, τη δέουσα.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζων μεε. του ἁρμόζω]