Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμολόγημα το [armolójima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· αρμολόγηση, μοντάρισμα: ~ μηχανής / συσκευής / πλοίου.
[λόγ. αρμολογη- (αρμολογώ) -μα]