Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρετσίνωτος -η -ο [aretsínotos] Ε5 : (για κρασί) που δεν περιέχει ρετσίνι. || (ως ουσ.) το αρετσίνωτο. ANT ρετσινάτο.
[α- 1 ρετσινώ(νω < ρετσίν(ι) -ώνω) -τος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[α- 1 ρετσινώ(νω < ρετσίν(ι) -ώνω) -τος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |