Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρετσίνωτο
1 εγγραφή
αρετσίνωτος -η -ο [aretsínotos] Ε5 : (για κρασί) που δεν περιέχει ρετσίνι. || (ως ουσ.) το αρετσίνωτο. ANT ρετσινάτο.

[α- 1 ρετσινώ(νω < ρετσίν(ι) -ώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες