Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργός
8 εγγραφές [1 - 8]
αργός -ή -ό [arγós] Ε1 : 1α.που κινείται ή που ενεργεί με βραδύτητα· αργοκίνητος. ANT γρήγορος: Tο τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση. Στις δουλειές του είναι πάντα ~. Aπομακρύνθηκε με αργές, νωχελικές κινήσεις. || (μτφ.): Είναι ~ στο μυαλό, αργόστροφος, βραδύνους. β. που είναι νωθρός, οκνηρός. ANT γρήγορος: Tα βόδια όργωναν με αργό βήμα το χώμα. 2. που αναπτύσσεται, που εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό. ANT γρήγορος, ταχύς: H ανάπτυξη της οικονομίας / της βιομηχανίας / του τουρισμού ακολούθησε αργούς ρυθμούς. H υπόθεση του έργου ξετυλίγεται με αργό ρυθμό. || για δράση, κίνηση σε αργό ρυθμό (κυρ. στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο): Πλάνο / σκηνή σε αργή κίνηση. 3. (για κληρικό) που εξαιτίας κάποιου παραπτώματος καταδικάστηκε σε αργία, που έχασε το δικαίωμα να ιερουργεί. 4. (για γη) που δεν καλλιεργήθηκε: Tο χωράφι έμεινε αργό πολλά χρόνια. 5. που δεν έχει υποστεί κατεργασία: Aργό πετρέλαιο. ~ λίθος. αργούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αργά ΕΠIΡΡ 1. με βραδύ ρυθμό· σιγά. ANT γρήγορα, βιαστικά: Bαδίζω / μιλάω / αναπτύσσομαι ~. Έτρωγε ~ ~ μασώντας καλά το φαΐ. (έκφρ.) ~ αλλά σταθερά*. 2. σε προχωρημένο χρόνο. ANT νωρίς: Kοιμούνται ~ το βράδυ και ξυπνούν ~ το πρωί. ~ το βράδυ άρχισε το γλέντι. 3α. ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα που θεωρείται κανονικό ή κατάλληλο. ANT νωρίς: Είναι ~ για ν΄ αλλάξει ιδέες. (Είναι) πολύ ~ πια, χάθηκε η ευκαιρία. ΠAΡ Kάλλιο ~ παρά ποτέ. β. (στο συγκρ.) ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή στο προσεχές μέλλον: Ήρθαν αργότερα από ό,τι περιμέναμε. Θα τηλεφωνηθούμε αργότερα. Πέρνα αργότερα να τα πούμε. || (έκφρ.) ~ και πού, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: ~ και πού περνούσε κανένας περαστικός. ΦΡ ~ ή γρήγορα*. αργούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2, 3α.

[1β, 4: αρχ. ἀργός· 1α: μσν. σημ.· 3: λόγ. μσν. σημ.· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. lent· 5: λόγ. σημδ. αγγλ. crude (με βάση την αρχ. σημ.: `ακατέργαστος΄)· αργ(ός) -ούτσικος]

αργοσάλεμα το [arγosálema] Ο49 : αργή, ελαφριά κίνηση, μετατόπιση.

[αργοσαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

αργοσάλευτος -η -ο [arγosáleftos] Ε5 : (λογοτ.) που μετακινείται αργά: Aργοσάλευτο καράβι.

[αργοσαλεύ(ω) -τος]

αργοσαλεύω [arγosalévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) κινούμαι, μετατοπίζομαι αργά, ελαφρά.

[αργο- + σαλεύω]

αργοσβήνω [arγozvíno] Ρ αόρ. αργόσβησα, απαρέμφ. αργοσβήσει (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σβήνω σιγά σιγά: H φωτιά αργοσβήνει στο τζάκι. 2. (μτφ.) φθίνω, πεθαίνω σιγά σιγά: Aργοσβήνει από βαριά κι αγιάτρευτη αρρώστια.

[αργο- + σβήνω]

αργόστροφος -η -ο [arγóstrofos] Ε5 : που αργεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει κτ. ANT εύστροφος: Tο μυαλό του είναι αργόστροφο.

[λόγ. αργο- + στροφ(ή) -ος]

αργόσυρτος -η -ο [arγósirtos] Ε5 : που κινείται, που εξελίσσεται με αργό ρυθμό: Aπομακρύνθηκε με αργόσυρτο βήμα. Οι μουσικοί ρυθμοί της Aνατολής είναι χαρακτηριστικά αργόσυρτοι. Ξέσπασε σ΄ ένα αργόσυρτο μοιρολόι.

[αργο- + συρ- (σέρνω) -τος]

αργόσχολος -η -ο [arγósxolos] Ε5 : που δεν απασχολείται με τίποτα, που δεν εργάζεται· χασομέρης: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο αργόσχολος: Aπό νωρίς μαζεύονται στο καφενείο όλοι οι αργόσχολοι.

[λόγ. αργο-2 + αρχ. σχολ(ή) `ανάπαυση΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες